- δαιμονοπληξία
- δαιμονο-πληξία, ἡ,A = δαιμονιοπλ-, Petas. ap. Olymp.Alch.p.97B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαιμονοπληξία — η (AM δαιμονοπληξία) [δαιμονόπληκτος] η κατάσταση τού δαιμονόπληκτου … Dictionary of Greek
δαιμονοπληξίας — δαιμονοπληξίᾱς , δαιμονοπληξία fem acc pl δαιμονοπληξίᾱς , δαιμονοπληξία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)